Το γυαλί, έτσι όπως χρησιμοποιείται σήμερα, είναι ένα εντελώς συνθετικό και δημιουργημένο απ’ τον άνθρωπο υλικό. Αυτό μπορεί να είναι ένα γεγονός που εκπλήσσει, ειδικά όταν κοιτάμε ένα όμορφο κομμάτι τεχνητού γυαλιού, εμποτισμένο με χρώμα και μια σειρά φυσαλίδες, ενώ το γυαλί ρέει και λιώνει μαζί, κάτι που μοιάζει με φυσιολογικές διαδικασίες της φύσης.
Οι μόνες φυσιολογικές μορφές γυαλιού, που δημιουργούνται από φυσικές ή γεωλογικές διαδικασίες, είναι αυτές που σχηματίζονται ως αποτέλεσμα κάποιου συμβάντος με υψηλές θερμοκρασίες όπως η έκρηξη ενός ηφαιστείου ή ενός κεραυνού, με αποτέλεσμα να λιώσει τα πετρώματα. Εάν αυτά στη συνέχεια ψυχθούν αμέσως, πριν τα άτομα των πετρωμάτων προλάβουν να ανασυνταχθούν στην πρότερη δομή τους, τότε δημιουργείται γυαλί. O οψιδιανός, ένα μαύρο ηφαιστειακό γυαλί και FULGURITES, που δημιουργούνται όταν ο κεραυνός χτυπάει την άμμο, είναι παραδείγματα φυσικού γυαλιού. Κάπου στη γραμμή της ανθρώπινης ιστορίας , ίσως εξετάζοντας έναν FULGURITE , σκεφτήκαμε ότι είναι πιθανό να παράγουμε αυτό το κρυστάλλινο υλικό και μόνοι μας, χρησιμοποιώντας έντονη θερμότητα, άμμο και άλλα υλικά.
Ο Πλίνιος , ο Ρωμαίος ιστορικός , μας δίνει μια ρομαντική εκδοχή της ιστορίας. Σύμφωνα με αυτόν, οι Φοίνικες έμποροι ανακάλυψαν το γυαλί σε μια περιοχή της Συρίας περίπου το 5000 πχ. Αναφέρει πως οι έμποροι αφού προσάραξαν τα πλοία τους, τοποθέτησαν τις κατσαρόλες τους πάνω σε κομμάτια από νιτρικό κάλλιο, ένας είδος σόδας που κουβαλούσαν στα καράβια τους, αντί για πέτρες. Με την ένταση της φωτιάς, τα κομμάτια νατρίου τελικά έλιωσαν και αναμείχθηκαν με την άμμο της παραλίας, σχηματίζοντας ένα πηχτό υγρό, που στερεοποιήθηκε σε γυαλί. Αυτή η ιστορία μας δίνει όντως τα προαπαιτούμενα για το γυαλί- άμμος( silica), σόδα( που βρίσκεται επίσης και στην στάχτη φυτών) και ασβέστη από την άμμο. H σόδα χρησιμοποιήθηκε ως ΡΕΥΣΤΟΠΟΙΗΤΗΣ και ο ασβέστης ενίσχυσε την σταθεροποίηση του γυαλιού. Παρότι γνωρίζουμε πλέον ότι οι Αιγύπτιοι και οι Μεσοποτάμιοι φτιάχνανε γυαλί πριν από τους Φοίνικες, είναι αλήθεια ότι πιθανών ήταν οι Φοίνικες που πρώτοι εμπορευθήκαν και διέδωσαν ευρέως προϊόντα από αυτό το υλικό. Άρα το πιο πιθανό είναι το γυαλί να ανακαλύφθηκε γύρω στο 3500-3000 πχ από τους Αιγύπτιους ή τους Μεσοποτάμιους. Πιθανόν, αρχικά το γυαλί να χρησιμοποιούταν ως επικάλυψη πήλινων σκευών, αλλά γύρω στο 1500 πχ έγινε ένα άλμα στην κατασκευή γυάλινων αντικειμένων με την μέθοδο CORE-FORMING( σχηματισμός πυρήνα). Αυτό περιλάμβανε το «βούτηγμα» ενός καλουπιού σε λιωμένο γυαλί μέχρι να καλυφθεί το καλούπι, οπότε και πίεζαν μαλακά το γυαλί και διακοσμώντας το όσο ήταν ακόμη ζεστό και μαλακό. Το γυαλί της εποχής εκείνης δεν ήταν τόσο διαφανές ή τόσο κομψό όσο αυτό που παράγεται στις μέρες μας. Ήταν πιο θαμπό και αντιμετωπιζόταν περισσότερο σαν υλικό με το οποίο μπορούσαν να φτιάξουν χρηστικά αντικείμενα όπως βάζα και πήλινα δοχεία, όπως χρησιμοποιούμε σήμερα το πλαστικό. Επίσης, λόγω της ομοιότητας του με πολύτιμους λίθους, χρησιμοποιούνταν σε κοσμήματα και διακοσμητικά είδη. Το χρώμα ήταν ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του και η δημιουργία έντονων σχεδίων και χρωμάτων, με την προσθήκη μεταλλικών οξέων και θερμότητας, μας δείχνουν μια απαράμιλλη τεχνική και δεξιοτεχνία.
ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕ ΚΑΜΙΝΙ ΚΑΙ ΦΥΣΗΤΟ ΓΥΑΛΙ
Σε ότι αφορά τις τεχνικές με καμίνι σε αυτή τη περίοδο, παρατηρούμε πολλά στοιχεία για τη χρήση καλουπιών για τον σχηματισμό γυαλιού. Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν ρηχά ανοιχτά καλούπια για να λιώσουν γυάλινους «κόκκους» σε μικρότερα CAST PIECES , για κοσμήματα ή ενσωμάτωση τους σε άλλα υλικά όπως πέτρες ή ξύλινες ράβδους. Στην Μεσοποταμία βρίσκουμε την χρήση των τεχνικών μωσαϊκού τύπου για την κατασκευή δοχείων με ζωηρά και συγκεκριμένα μοτίβα ως διακόσμηση γύρω στο 1400 π.χ. Αυτή η τεχνική περιελάβανε τη δημιουργία γυάλινων ράβδων, «τραβώντας» το λιωμένο γυαλί σε μπαστούνια, κόβοντας τα και τοποθετώντας τα στο καλούπι σε διάφορους σχηματισμούς με ένα μαλακότερο γυαλί τοποθετημένο στα κενά. Αυτή η τεχνική όταν στηρίζεται από μέσα με κάποιο υλικό καλουπιού και θερμαινόμενο σε ένα καμίνι για να «FUSE» αποτελεσματικά, είναι παρόμοια με το pate de verre που κάνουμε στις μέρες μας. Οι Έλληνες «απογείωσαν» αυτή τη τεχνική, φτιάχνοντας πολύχρωμα συντηγμένα μακρόστενα δοχεία συχνά διαμορφωμένα με δύο στάδια επεξεργασίας: Πρώτα, η σύντηξη( fusing) και μετά ο σχηματισμός , χύνοντας το μείγμα πάνω ή μέσα σε ένα καλούπι. Η ικανότητα να θερμαίνουν το γυαλί σε διαφορετικές θερμοκρασίες, να εξερευνούν σταδιακά την VISCOSITY (ελαστικότητα-ρευστότητα) του γυαλιού οδήγησε σε τεχνολογικές βελτιώσεις και ανακαλύψεις. Όντως η χρήση του γυαλιού συνδεόταν με τη θερμότητα που χρησιμοποιούταν : οι υψηλότερες θερμοκρασίες βοηθούσαν στο λιώσιμο του γυαλιού σε κάμινούς για τη δημιουργία γυάλινων πλακών, μωσαϊκού τύπου κομμάτια και ράβδους για εμπόριο. Οι χαμηλότερες θερμοκρασίες χρησιμοποιούταν για συντήξουν το γυαλί.
Η ομοιότητα με την αντίστοιχη χρήση του πλαστικού σήμερα είναι μεγάλη, ειδικά μετά την ανακάλυψη του φυσητού γυαλιού τον πρώτο αιώνα προ Χριστού, όπου αξιοποιήθηκε η «πλαστική» φύση του στο έπακρο. Αυτό μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στους Φοίνικες, ωστόσο η νέα εποχή στην κατασκευή γυαλιού ήρθε με τους Ρωμαίους. H εξέλιξη του φυσητού γυαλιού περιλάμβανε τη έκθεση του γυαλιού σε υψηλότερες θερμοκρασίες από πριν, την εξερεύνηση της ελαστικότητας του γυαλιού ώστε να μπορεί να διαμορφωθεί με το φύσημα σε μια «φούσκα» και φυσικά χρειάστηκε μια σημαντική γνώση για την δημιουργία των ειδικών φούρνων, τομείς στους οποίους οι Ρωμαίοι διέπρεψαν. Για το φυσητό γυαλί, χρησιμοποιούταν ένας κενός σιδερένιος σωλήνας περίπου 1,5 μέτρου με ένα στόμιο στην μια άκρη και ένα «φούσκωμα» για το κράτημα του λιωμένου γυαλιού στην άλλη άκρη. Μια μάζα λιωμένου γυαλιού συγκεντρωνόταν στο ένα άκρο και σχηματίζοντας ένα βολικό σχήμα σε μια επίπεδη επιφάνεια από πέτρα ή σίδερο που ονoμαζόταν marver. Στη συνέχεια, σχηματοποιούταν με το φύσημα ή σε καλούπι, επιτρέποντας την ανάπτυξη πιο πολύπλοκων μορφών. Επίσης, επιτεύχθηκε καθαρότερο γυαλί, με την προσθήκη μαγγανίου. Οι Ρωμαίοι έφτασαν την τεχνική του φυσητού γυαλιού στο ζενίθ της , κάνοντας το υλικό της εποχής εκείνης. Σε όλο τον Ρωμαϊκό κόσμο το φυσητό γυαλί ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο. Λέγεται ότι χρησιμοποιούταν πολύ περισσότερο απ’ ότι σήμερα, σίγουρα σε όλες τις εκφάνσεις του εκτός από γυαλί παραθύρου.
Πάντως, παρά την δημοφιλία του φυσητού γυαλιού οι τεχνικές με καμίνι εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να εξελίσσονται κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων. Ούτως ή άλλως το γυαλί υπήρχε για περίπου 2 με 3000 χρόνια πριν την εφεύρεση του φυσητού γυαλιού, επομένως ήταν λογικό να συνεχιστεί η παράδοση της χρήσης καμινιού προκειμένου να επιτευχθούν συγκεκριμένα αποτελέσματα. Όλο και περισσότερα περίτεχνα fused και slumped βάζα και δοχεία δημιουργούνταν με περίπλοκα ραβδωτά και μωσαϊκού τύπου μοτίβα. Μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. οι Ρωμαίοι έφτιαχναν περίτεχνα γυάλινα δοχεία σε καλούπια που σε συνδυασμό με περίπλοκες τεχνικές με κρύα επεξεργασία, που συμπεριελάμβαναν τρίψιμο, κόψιμο και γυάλισμα, δημιουργούσαν αντικείμενα που είναι σχεδόν αδύνατο να φτιάξουμε σήμερα. Ωστόσο, αυτά τα αντικείμενα προορίζονταν για τους πλούσιους και επειδή η διαδικασία παρασκευής τους ήταν πιο χρονοβόρα απ’ ότι το φυσητό γυαλί, σταδιακά η τεχνική του καμινιού παρήκμασε. Έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τον 19ο και 20ο αιώνα που βλέπουμε να αναγεννάται η τεχνική με καμίνι, όταν οι εργάτες του γυαλιού αντέδρασαν στην βιομηχανοποίηση της παραγωγής κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (περίπου 500-1000μ.Χ.) το γυαλί συνέχισε να εξερευνάται και να εξελίσσεται με το φυσητό γυαλί να ανθεί στη Βενετία, όπου οι τεχνίτες ανέπτυξαν δεξιότητες και τις διέδωσαν μέσω των ευρέων εμπορικών δρόμων τους στη Μεσόγειο. Αυτές οι Βενετσιάνικες δημιουργίες συχνά διακοσμούνταν με επίχρυσο και σμάλτο (εμάγιε) και καθόρισαν μια νέα εποχή για το φυσητό γυαλί. To γυαλί σε φύλλα καθιερώθηκε τον 11ο αιώνα ως κορυφαίο γυαλί, φτιαγμένο περιστρέφοντας ένα δίσκο λιωμένο γυαλί και βελτιώθηκε τους επόμενους 2 αιώνες από τους Βενετούς που φυσούσαν μεγάλους γυάλινους κυλίνδρους , κόβοντας τις άκρες του και κόβοντας τα κάθετα στο πλάι σχηματίζοντας μια «πλάκα» όταν ξαναζεσταινόταν. Εκτός Βενετίας τη μέση και ύστερη μεσαιωνική περίοδο στην Ευρώπη επικεντρώθηκαν στην χρήση γυαλιού για εκκλησιαστικά παράθυρα και τη μικρή παραγωγή γυάλινων δοχείων, καθώς τεχνίτες διέδωσαν τεχνικές σε όλη την Ευρώπη παρά τη μυστικότητα που επιβαλλόταν σχετικά από τη Βενετσιάνικη (Ενετική) κυβέρνηση.
Εώς το 17ο αιώνα το γυαλί παραγόταν σε όλη την Ευρώπη και συνέβησαν κάποιες σημαντικές καινοτομίες. Το 1670 ο George Ravenscroft βρήκε μια συνταγή γυαλιού βασισμένη στο μόλυβδο , παράγοντας ένα καθαρό, κρυσταλλικό γυαλί, που ήταν μαλακό και εύπλαστο, εύκολο να φυσηθεί και ιδανικό για κρύα επεξεργασία. Αυτό οδήγησε στην αναθέρμανση των τεχνικών του «λαμπερού» κοψίματος και τριβής με τροχό που είχαν παραμεληθεί από την Ρωμαϊκή περίοδο και μεσουράνησε στην Βοημία, μια περιοχή με μεγάλη ποσότητα πρώτης ύλης για την παραγωγή γυαλιού. Αυτή η αυξανόμενη ζήτηση για σκαλιστό γυαλί «έκλεψε» τη δόξα από τους Βενετούς και συνεχίστηκε μέχρι τον 19ο αιώνα και την Βιομηχανική Επανάσταση.
ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΙ KILN FORMING
Η Βιομηχανική Επανάσταση βρήκε την εξέλιξη του γυαλιού σε τεράστια καμίνια και μαζική παραγωγή μπουκαλιών και δοχείων. Η επαναχρηση πολλών χαμένων τεχνικών τον 19ο και 20ο αιώνα ήταν μια άμεση αντίδραση της απώλειας παραδόσεων του χειροποίητου γυαλιού και της αισθητικής προηγούμενων αιώνων, ίσως και χιλιετιών, παραγκωνισμένα από την μηχανοποίηση της διαδικασίας παραγωγής. Η παραγωγή γυαλιού με καμίνι είχε πέσει σε αδράνεια για σχεδόν 2000 χρόνια, όταν αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για τις πολύπλοκες και πολύ εξειδικευμένες τεχνικές στο τέλος του 19ου αιώνα. Οι τεχνικές του pate de verre και lost-wax casting (έκχυση χαμένου κεριού) υιοθετήθηκαν από τους καλλιτέχνες του κινήματος Αρτ Νουβό στην Γαλλία όπως ο Henri Cros, Albert Dammouse, Gabriel Argy-Rousseau, Amarlic Walter, Emile Galle και Rene Lalique και στην Αμερική τους Frederick Garder. Ενώ λοιπόν καλλιτέχνες όπως ο Emile Galle και Rene Lalique έκαναν μαζική παραγωγή του είδους, άλλοι έμειναν πιστοί στην ιδέα της χειροποίητης παραγωγής και κυρίως στην αναβίωση των αρχαίων τεχνικών μέσω χρόνιων δοκιμών και πειραματισμών.
Αυτός που θεωρείται ο πρώτος από όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, που εξερεύνησε σε βάθος και επανεφηυρε την τεχνική pate de verre ήταν ο Henri Cros. Δούλεψε πολλά χρόνια με κεραμικά και κερί και ξεκίνησε τους πειραματισμούς με γυαλί κατά την απασχόληση του σε ένα εργοστάσιο πορσελάνης των Σεβρών. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε συμπιέζοντας σκόνη ή κόκκους γυαλιού και υγραίνοντας τους ή αναμειγνύοντας τα με μια συγκολλητική ουσία, να παράγει μια πάστα γυαλιού. Στη συνέχεια τα ζέσταινε σε πυρίμαχα καλούπια, μέχρι να ομογενοποιηθούν (fused) οι κόκκοι και να στερεοποιηθούν όταν κρυώσει το μείγμα. H πάστα γυαλιού μπορούσε να χρωματιστεί με τη χρήση διάφορων οξέων και ο έλεγχος του χρώματος μέσα στο γυάλινο κομμάτι μπορούσε να επιτευχθεί με τη σωστή τοποθέτηση του μέσα στο καλούπι. Αρχικά πειραματίστηκε σε επίπεδα ή ρηχά ανάγλυφα και στη συνέχεια παρήγαγε πιο πολύπλοκα και τρισδιάστατα έργα όπως βάζα. Παρότι η δουλειά του δεν έφτασε την αισθητική των ακολούθων του, ήταν αναμφισβήτητα ο μεγάλος πρωτοπόρος στο γυαλί σε καμίνι( kiln glass). Συνήθως η τεχνική pate de verre έχει μεγάλα ποσοστά αποτυχίας, καθώς δημιουργούνται μεγάλα κενά στο γυαλί ή κάποια σημεία τους είναι πολύ λεπτά, γεγονός που μας δείχνει ότι οι καλλιτέχνες κατάφεραν να επιτύχουν τόσο εξαιρετικά αποτελέσματα χάη στη μεγάλη υπομονή τους.
Στις αρχές του 1900 ο Gabriel Argy-Rouseau συνάντησε τον Jean Cros, γιο του Henri Cros, ενώ ήταν σε τεχνική σχολή και έμαθε από αυτόν την τεχνική pate de verre. Στη συνέχεια τελειοποίησε την τεχνική και το 1914 παρουσίασε τα πρώτα του σχέδια. Τα χρώματα που πέτυχε και η ακρίβεια των καλουπιών, εκθειάστηκαν και έτσι συνέχισε με την παραγωγή σε βάζα, μπολ κα λάμπες.
Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι πολλά από τα κομμάτια με την τεχνική pate de verre ήταν θολά και αδιαφανή, εξαιτίας της χρήσης σπασμένου γυαλιού. Αυτό είναι χαρακτηριστικό της εποχής Αρτ Νουβό καθώς όσο πιο μικροί οι κόκκοι γυαλιού που χρησιμοποιούνταν, τόσο μεγαλύτερη ήταν η επιφάνεια του και είχε περισσότερες πλευρές, μειώνοντας έτσι την διαφάνεια του μετά το λιώσιμο. Επίσης, στο πραγματικό pate de verre το γυαλί δεν λιώνει στον υψηλότερο βαθμό της ελαστικότητας του, αλλά συντήκεται (fused) γι’ αυτό η επιφάνεια δεν αποκτά ρευστότητα, αλλά παραμένει «κοκκώδης». To φωτοδιαπερατό γυαλί επιτυγχανόταν με την έκθεση του γυαλιού σε υψηλότερες θερμοκρασίες ή «καίγοντάς» το περισσότερο, κάνοντας τη επιφάνειά του πιο διαυγή. Ωστόσο, το γυαλί δεν είναι δυνατό να αποκτήσει πλήρη διαύγεια λόγω της χρήσης μικρών στοιχείων(σωματιδίων), που παγιδεύουν τον αέρα και μειώνουν την καθαρότητα του.
Για πολύ καιρό έχει υπάρξει μια παρανόηση του όρου pate de verre, όπου έχει λανθασμένα συμπεριλάβει όλες τις τεχνικές γυαλιού με kiln forming. Ο Argy –Rousseau και άλλοι έφτασαν το kiln forming σε πολύ υψηλό επίπεδο. Στα κομμάτια τους μερικές φορές οι κόκκοι γυαλιού του pate de verre ζεσταίνονταν σε θερμοκρασία όπου τα γυαλί έλιωνε και έρρεε μέσα στο καλούπι , αντί απλά να αναμειγνύεται (fuse). Αυτό είχε ως πλεονέκτημα την παραγωγή πιο λείων επιφανειών , λιγότερο κρυσταλλικών και αδιαφανών, αλλά είχε το μειονέκτημα της απώλειας ελέγχου της θέσης του χρώματος μέσα στο καλούπι, αφού το γυαλί ρέει. Ο ορός θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για την κίνηση του γυαλιού, αφού το pate de verre μένει σχετικά στατικό και δεν κινείται μέσα στο καλούπι, όπου το εγχεόμενο γυαλί ρέει και γεμίζει το καλούπι. Μερικές φόρμες που δημιουργήθηκαν μπορούν να φτιαχτούν μόνο με καλούπι, μιας και για να βάλεις πάστα γυαλιού χρειάζεται να έχεις πρόσβαση στο εσωτερικό του, κάτι που δεν είναι πάντα εφικτό, ανάλογα με το μέγεθος του καλουπιού και το τελικό επιθυμητό σχήμα. Αυτοί οι πρωτοπόροι του γυαλιού ανέπτυξαν πολλές τρόπους να δημιουργούν καλούπια σε διάφορα τμήματα και με πολλαπλές πυρακτώσεις , προκειμένου να αντιπαρέλθουν τα προβλήματά τους. Η συνεισφορά τους στο kiln forming στα τέλη του 20ου αιώνα ήταν πρωτοποριακή και συνέβαλλε στο ενδιαφέρον και στην τεχνολογική ώθηση που οδήγησε στο κίνημα των studio την δεκαετία του 50.
ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ:
Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι καθυστέρησαν την καλλιτεχνική παραγωγή του γυαλιού, μέχρι τις δεκαετίες του 1950 και 1960 που οι καλλιτέχνες ασχολήθηκαν ξανά μ’ αυτό. Αυτό αποτελούσε μέρος ενός γενικότερου κινήματος στην Αμερική που εξερευνούσε εναλλακτικούς τρόπους ζωής και την παραγωγή αντικείμενων που εξέφραζαν έναν καλλιτεχνικό lifestyle. Μια από τις κυριότερες ωθήσεις ήταν η «εισβολή» της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και η ιδέα ότι οι καλλιτέχνες μπορούσαν να φτιάξουν μόνοι τους τα μέσα για την παρασκευή γυαλιού, σε μικρή κλίμακα, στο στούντιο τους. Πρωτοπόροι του κινήματος ήταν οι Harvey Littleton και Dominic Labino που το 1962 έφτιαξαν ένα μικρό «φούρνο» και ξεκίνησαν τα πειράματα με φυσητό γυαλί. Αυτό το ενδιαφέρον για την εξερεύνηση του γυαλιού, διαδόθηκε σταδιακά στην Αμερική και έπειτα στην Ευρώπη και οδήγησε στην αναβίωση παλαιότερων τεχνικών από την Εποχή της Αρτ Νουβό και την αρχαιότητα. Οι τεχνικές kiln forming, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις του κινήματος των στούντιο, παρέμειναν κοπιαστικές εξαιτίας των χρονοβόρων διαδικασιών της. Όπως και στο κίνημα της Αρτ Νουβό, ήταν η αφοσίωση στο υλικό και η πίστη στις δυνατότητες του, που οδήγησε στην συνεχή εξερεύνηση του kiln forming.
Την ίδια εποχή στην Τσεχοσλοβακία, μακριά από την Δυτική επιρροή, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές εξελίξεις στο kiln forming. Το γυαλί αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της ιστορίας των δύο Δημοκρατιών για πάνω από 600 χρόνια. Ο ρόλος των τεχνητών γυαλιού ήταν πάντα σημαντικός, κάτι που οδήγησε σε ένα πολύ ψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας. Εκεί υπάρχει η παλαιότερη σχολή κατασκευής γυαλιού. Επίσης, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το γυαλί ήταν το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν της Τσεχοσλοβακίας. Υπό την κρατική κηδεμονία το 1948, η βιομηχανία του γυαλιού άνθισε και δημιούργησε τις συνθήκες για εκπληκτικά καλλιτεχνικά και τεχνικά επιτεύγματα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 οι τσεχοσλοβάκοι ήταν οι πρώτοι που έδωσαν μια καινούργια σκοπιά στη δημιουργία γυαλιού: Το γυαλί μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία μη χρηστικών, αλλά καλλιτεχνικών αντικειμένων. Με τα έργα τους κατάφεραν να αναδείξουν το γυαλί ως εκφραστικό μέσο και να αναθεωρήσουν το ρόλο του. Ωστόσο, εξαιτίας των κλειστών συνόρων, το κίνημα της Τσεχοσλοβακίας δεν είχε την ίδια επιρροή με το κίνημα στην Αμερική. Η πρώτη εμφάνισή τους ήταν στην World Expo to 1958 στις Βρυξέλλες. Σε εκείνη την έκθεση επικρατούσε η τάση για μαζική παραγωγή και την ελαχιστοποίηση των χειροποίητων δημιουργιών. Οι καινοτόμες δημιουργίες των Τσεχοσλοβάκων ήταν μια αποκάλυψη, αφού δεν ήταν γνωστό το επίπεδό τους και έτσι κέρδισαν το πρώτο βραβείο της έκθεσης.
Οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής της περιόδου στο kiln forming είναι ο Stanislav Libensky και η Jaroslava Brychtova, που ξεκίνησαν να παράγουν μεγάλης κλίμακας έργα, κάνοντας εφικτή συνεργασία με την βιομηχανία γυαλιού και τον εξοπλισμό της. Η συμφωνία αυτή πάντως είχε το μειονέκτημα να πρέπει να παράγουν μια συγκεκριμένη ποσότητα προϊόντων για το κράτος. Μέχρι την δεκαετία του 1980, εξαιτίας της φήμης τους, μπόρεσαν να δημιουργήσουν τους δικούς τους «φούρνους» και να μην έχουν ανάγκη την εταιρία Zeleny Brod. Mετά την επανάσταση στην Τσεχία το 1989 οι Τσέχοι καλλιτέχνες είχαν την δυνατότητα να αλληλοεπιδράσουν με την παγκόσμια κοινότητα συμμετέχοντας σε συνέδρια, κάνοντας γνωστές τις καινοτομίες τους σε τεχνικές του kiln forming και cold glass(κρύο γυαλί). Σαν αποτέλεσμα, υπήρξε παγκόσμια εξέλιξη στο pate de verre και το cast glass κυρίως από τους Diana Hobson, Keith Cummings, David Reekie και Colin Reid στη Βρετανία, τους Leperliers και Bernard Dejogne στη Γαλλία και την ann Robinson στη Νέα Ζηλανδία.
ΤΟ ΓΥΑΛΙ ΣΤOΝ 21ο ΑΙΩΝΑ
Η εξέλιξη της τεχνολογίας συνεχίζεται και το γυαλί συμμετέχει ενεργά μέσω καινοτόμων υλικών και διαδικασιών. Πλέον, υπάρχει το αυτό-καθαριζόμενο γυαλί, όπως και το «έξυπνο» γυαλί που μετατρέπεται από διάφανο σε φωτο-αδιαπέρατο με το πάτημα ενός κουμπιού, ακόμη και βιοενεργό γυαλί, που περιέχει μεγάλες ποσότητες ασβεστίου, βοηθώντας τα οστά να «δέσουν». Σήμερα, οι καλλιτέχνες του kiln glass μπορούν να επωφεληθούν από την τεχνολογία, έχοντας πολύ μεγάλα kilns( καμίνια), πιο αποτελεσματική μόνωση σε υψηλές θερμοκρασίες , έξυπνα προγράμματα και θερμοστοιχεία ( για το ακριβές μέτρημα υψηλών θερμοκρασιών) ,μέσα στο ίδιο το καλούπι, δίνοντας τους πλήρη έλεγχο για την ψύξη και τήξη του γυαλιού.
Παρόλα αυτά, το kiln glass και πιο συγκεκριμένα το cast glass είναι μια διαδικασία που απαιτεί υψηλή δεξιοτεχνία. Η ομορφιά του kiln glass είναι ο συνδυασμός της τεχνικής και του υλικού, κάτι που είναι δύσκολο να επιτευχθεί με μια τυποποιημένη διαδικασία. Η επένδυση σε ένα καλλιτεχνικό όραμα, ο χρόνος και η τεχνική αρτιότητα, παράγει έργα που αγγίζουν την τελειότητα. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι χρειάζεται αφοσίωση και εμπειρία για την επίτευξη τους, καθώς και μεγάλη αποφασιστικότητα για να ξεπεραστούν προβλήματα όπως το σπάσιμο καλουπιών ή ραγίσματα γυαλιού μετά από μέρες εργασίας. Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι εκπληκτικά.